πολυλογώ

πολυλογώ
πολυλογῶ, -έω, ΝΜΑ [πολύλογος]
μιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττά
νεοελλ.
φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» — για να είμαι σύντομος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυλογώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: πολυλογώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολυλογώ — λέω πολλά, φλυαρώ: Να μην τα πολυλογώ (να είμαι σύντομος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυλογῶ — πολυλογέω talk much pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολυλογέω talk much pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλόγῳ — πολύλογος loquacious masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυτοπολυλογώ — έω, Μ πολυλογώ για τα ίδια πράγματα, λέγω το ίδιο πράγμα με πολλά λόγια («Φιλόξενος... περιγραφῆς ἐν σχήματι ταὐτοπολυλογήσας», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + πολυλογῶ] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • θρυλώ — (ΑΜ θρυλῶ, έω) (μέσ. παθ.) θρυλούμαι είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι νεοελλ. διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ νεοελλ. μσν. (παθ. ως απρόσ.) θρυλείται θρυλούνται λέγεται λέγονται, διαδίδεται διαδίδονται …   Dictionary of Greek

  • καταστωμύλλομαι — (Α) 1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, η, ον φλύαρος, πολυλογάς 3. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λεσχάζω — (Α) [λέσχη] φλυαρώ, πολυλογώ, μωρολογώ …   Dictionary of Greek

  • μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”